- χρυσοχούς
- ὁ, Αβλ. χρυσοχόος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Polis, Cyprus — Polis Chrysochous Πόλις Χρυσοχούς (Greek) Poli (Turkish) … Wikipedia
Polis — A polis (πόλις, pronunciation [pól.is] , [ pɒl.ɪs] in English) plural: poleis (πόλεις, pronunciation [pól.eːs] , [ pɒl.eɪz] in English) is a city, a city state and also citizenship and body of citizens. When used to describe Classical Athens and… … Wikipedia
Полис (Кипр) — Координаты: 35°02′ с. ш. 32°26′ в. д. / 35.033333° с. ш. 32.433333° в. д. … Википедия
χρυσοχόος — ο, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χρυσοχός Ν, και συνηρ. αττ. τ. χρυσοχοῡς Α τεχνίτης που κατεργάζεται τον χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα αρχ. αυτός που καθαρίζει χρυσοφόρο άμμο ή λειώνει χρυσοφόρο ορυκτό για να βγάλει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χόος… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek